- σκιρωνίδα
- η / σκιρωνίς, -ίδος, η, ΝΑφρ. «Σκιρωνίδες πέτρες» και «Σκιρωνίδες πέτραι» ή, απλώς, «Σκιρωνίδες» — απότομη βραχώδης κατάληξη τών Γεράνειων Ορέων στον Σαρωνικό, πέρα από τα Μέγαρα, η οποία σήμερα ονομάζεται Κακή Σκάλα και όπου, σύμφωνα με την μυθολογία, ενέδρευε ο ληστής Σκίρων, αλλ. Σκιράδες πέτρεςαρχ.η σκιρωνική*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρων, -ωνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. οὐραν-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.